Ένας ισχυρός καταλύτης που αναμένεται να εκπλήξει την οικονομία και τις αγορές κρύβεται στα ταμεία των επιχειρήσεων, οι οποίες αν και έχουν συσσωρεύσει χρέος, ωστόσο το έχουν κάνει με χαμηλά επιτόκια, ενώ έχουν παράλληλα… φορτώσει τα "πυρομαχικά" τους με στόχο τις επενδύσεις, όπως επισημάνει η Capital Economics.
Κατά την ανάλυση της επίδρασης του COVID-19 στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στην αύξηση του χρέους, όπως σημειώνει ο οίκος. Αλλά αυτό αγνοεί το γεγονός ότι οι εταιρείες εκτός του χρηματοοικονομικού κλάδου στην περιοχή των ανεπτυγμένων αγορών έχουν συσσωρεύσει επιπλέον ρευστότητα ύψους 1,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ (1,6 τρισ. δολ. ή το 4% του ΑΕΠ), οπότε οι ισολογισμοί τους δεν είναι τόσο επισφαλείς όσο φαίνονται. Οι εταιρείες ενδέχεται να εκπλήξουν αγορές και οικονομία, μειώνοντας τις αποταμιεύσεις για να αυξήσουν τις επενδύσεις ακόμη περισσότερο από ό, τι αναμένεται το επόμενο διάστημα.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης λόγω της πανδημίας, χύθηκε πολύ μελάνι σχετικά με την απειλή για την ανάπτυξη και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα από το υπερβολικό εταιρικό χρέος. Το χρέος των επιχειρήσεων (εκτός τραπεζών) στις ανεπτυγμένες αγορές αυξήθηκε από 42 δισ. δολάρια σε πάνω από 44 δισ. δολάρια τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2020, όπως τονίζει η Capital Economics. Σε συνδυασμό με τη μικρή ανάκαμψη των εσόδων (η οποία και παραμένει ευάλωτη στην πορεία των μέτρων περιορισμού που εφαρμόζονται στις οικονομίες), το υψηλό χρέος έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με ένα κύμα χρεοκοπιών το οποίο και θα εκτροχιάσει την ανάκαμψη.
Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα αγνοεί δύο βασικά σημεία, επισημαίνει. Πρώτον, ενώ τα έσοδα κατέρρευσαν σε πολλές επιχειρήσεις πέρυσι, το κόστος μειώθηκε επίσης, έτσι τα κέρδη με τα οποία εξυπηρετούν το χρέος, συγκρατήθηκαν. Οι κυβερνήσεις έχουν αποτρέψει, μέσω των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, να υπάρξει ένα μεγάλο σοκ στην κερδοφορία, τέτοιο ώστε να χτυπήσει έντονα την οικονομία. Σε διαφορετικό βαθμό σε κάθε χώρα, ένα μείγμα επιδότησης μισθών, φορολογικών ελαφρύνσεων, αναστολών πληρωμών δόσεων ή ενοικίων και πολλών άλλων μέτρων, μείωσε το κόστος το οποίο, μαζί με τη δημοσιονομική στήριξη, αντιστάθμισαν τη μείωση των λειτουργικών εσόδων. Ως αποτέλεσμα, με εξαίρεση τη Γαλλία, οι δείκτες χρέους προς κερδοφορία των εταιρειών έχουν αυξηθεί μόνο ελαφρώς, ενώ μειώθηκαν στην Αυστραλία και τη Νορβηγία, καθώς σε αυτές τις χώρες τα εταιρικά κέρδη αυξήθηκαν.
Δεύτερον, οι επιχειρήσεις έχουν συγκεντρώσει πολλά μετρητά, έτσι οι καθαρές θέσεις χρέους τους φαίνονται ακόμη καλύτερες. Όχι μόνο έχουν "κρατηθεί" τα κέρδη, αλλά οι επενδύσεις έχουν μειωθεί κατακόρυφα αφήνοντας τις επιχειρήσεις, συνολικά, με πολλά μετρητά στα ταμεία τους. Επιπλέον, πολλές εταιρείες θα έχουν λάβει προληπτικά χρέη, για να τα κρατήσουν σε μορφή καταθέσεων και μετά να τα επιστρέψουν όταν βελτιωθούν οι συνθήκες. Άλλες έχουν χρησιμοποιήσει την ευκαιρία να αποκτήσουν φθηνή χρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους, βγαίνοντας στις αγορές. Έτσι, το υψηλότερο χρέος έχει αντισταθμιστεί σε κάποιο βαθμό με την αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων.
Μεταξύ της ανθεκτικής κερδοφορίας και της συσσώρευσης ταμειακών διαθεσίμων, η αύξηση του δείκτη καθαρού χρέους στον επιχειρηματικό τομέα κατά το πρώτο εξάμηνο του περασμένου έτους ήταν ελάχιστη, ενώ ο δείκτης είχε ήδη επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα έως το τρίτο τρίμηνο, σημειώνει η Capital Economics. Μόνο οι εταιρείες των κλάδων που έχουν χτυπηθεί περισσότερο από την πανδημία έχουν συσσωρεύσει καθαρό χρέος με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι στα επίπεδα προ πανδημίας, δηλαδή της βιομηχανίας ταξιδιών, αναψυχής, εξόρυξης και ενέργειας. Στους περισσότερους κλάδους, ο ρυθμός αύξησης του καθαρού χρέους ήταν βραδύτερος από το κανονικό. Και αν σκεφτεί κανείς ότι τα δάνεια που χορηγήθηκαν ήταν με ιδιαίτερα γενναιόδωρους όρους και τα ομόλογα έχουν εκδοθεί με ιστορικά χαμηλές αποδόσεις, η κατάσταση των επιχειρήσεων φαίνεται πολύ πιο καθησυχαστική.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ανησυχίες. Ήδη προ κρίσης οι κίνδυνοι γύρω από το εταιρικό χρέος ήταν αρκετοί. Επίσης η γενική ανάλυση των θέσεων ρευστότητας και χρέους των επιχειρήσεων δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σημεία αδυναμίας. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να υπάρξει σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν αναλάβει το χρέος και εκείνων που έχουν "φορτώσει" τα μετρητά.
Ταυτόχρονα, όμως, μεγάλο μέρος των ανησυχιών φαίνεται υπερβολικό. Στην πραγματικότητα, οι υψηλές εταιρικές αποταμιεύσεις μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων. Είναι μια παρόμοια ιστορία με τα νοικοκυριά, τα οποία θα μπορούσαν να αυξήσουν την εγχώρια ζήτηση μέσω της υψηλότερης κατανάλωσης έως και κατά 3-6% του ΑΕΠ, εάν επιλέξουν να ξοδέψουν τα χρήματα που έχουν αποταμιεύσει λόγω του lockdown.
Το ερώτημα του… 1,6 τρισεκατομμυρίου (δολαρίων) είναι λοιπόν, εάν μόλις αρθούν οι περιορισμοί, αυτές οι εξοικονομήσεις των επιχειρήσεων θα μειωθούν και θα ενισχύσουν τις επενδύσεις. Υπάρχουν ορισμένοι λόγοι αισιοδοξίας, κατά τον οίκο. Πολλές επιχειρήσεις έχουν το κίνητρο καθώς και τους πόρους, να επενδύσουν. Για παράδειγμα, η κρίση θα έχει αυξημένα κίνητρα για τις επιχειρήσεις να επενδύσουν περισσότερο σε τομείς όπως η ρομποτική και οι ανέπαφες τεχνολογίες. Επιπλέον, οι βιομηχανίες που έχουν πληγεί περισσότερο - και ως εκ τούτου οι λιγότερο πιθανές να έχουν τους πόρους για να επενδύσουν, δεδομένης της κατάρρευσης της κερδοφορίας - δεν αποτελούν σημαντικό "κομμάτι" των παγίων επενδύσεων. Οι επενδύσεις σε πολιτιστικές και ψυχαγωγικές εγκαταστάσεις, καταλύματα, εστιατόρια και μπαρ αποτελούν λίγο περισσότερο από το 2% των επενδύσεων στις ανεπτυγμένες αγορές.
Σίγουρα οι επιχειρήσεις δεν αναμένεται να ξοδέψουν άμεσα μεγάλο κομμάτι αυτών αποταμιεύσεων, όπως καταλήγει η Capital Economics, καθώς μεταξύ άλλων, ακόμη η αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία του εμβολιασμού είναι υψηλή, ωστόσο το γεγονός παραμένει πως αυτό το "στοιχείο" αποτελεί ένα ακόμη ισχυρό καταλύτη για την πορεία της οικονομίας το επόμενο διάστημα.
Πηγή: Capital.gr
Comments